- ραντισμός
- Τελετουργική πράξη της οποίας οι ρίζες βρίσκονται στα προχριστιανικά θρησκεύματα. Πρόκειται για ρ. με αγιασμένο νερό, που αποβλέπει στην κάθαρση ή ευλογία προσώπων, οικημάτων, σκευών, πλοίων κλπ. Στην Ελλάδα ο ρ. του είδους γίνεται με ραντιστήρι ή με κλαδιά φυτών και αρωματικών θάμνων (αγιασμός).
Ο ρ. υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα ως επικήδειο έθιμο. Γινόταν με διάφορες μορφές και συγκαταλεγόταν στα «ιερά» και τα «νόμιμα». Ήδη από την 5η εκατονταετηρίδα π.Χ. ο «περί καταφθιμένων» νόμος της πόλης Ιουλίδας της Κέω, όριζε την κάθαρση με ρ. Σύμφωνα μάλιστα με τις δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων, με το ρ. επιτύγχαναν όχι μόνο την κάθαρση από το άγος του θανάτου, αλλά και την αποτροπή των δαιμονίων. Το νερό που χρησιμοποιούσαν για το ρ. έπρεπε να μεταφερθεί από άλλο σπίτι, μέσα σε ειδικό δοχείο το οποίο λεγόταν «αρδάνιον» και να τοποθετηθεί στην πόρτα του σπιτιού του νεκρού για να ραίνονται αυτοί που θα έρχονταν σε επαφή μαζί του.
Με νερό γινόταν η κάθαρση από το μίασμα του θανάτου και στους Ρωμαίους, Βαβυλώνιους, Πέρσες, τα δε παραγγέλματα της ιουδαϊκής θρησκείας μιλούν ρητά για την κάθαρση με ρ. (Αριθμ. ιθ’, 9). Το έθιμο αυτό είχε παλαιότερα μεγάλη διάδοση και στον μουσουλμανικό κόσμο.
Αγιασμός σε σχολείο με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο / ῥαντισμός, ΝΜΑ [ῥαντίζω]το ράντισμα με αγιασμένο νερό ή άλλο υγρό για εξαγνισμό (α. «ὕδωρ ῥαντισμοῡ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔβ «αἵματι ῥαντισμοῡ κρεῑττον λαλοῡντι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)νεοελλ.ο ψεκασμός.
Dictionary of Greek. 2013.